εντεταλμένος

εντεταλμένος
η , ο[ν] уполномоченный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εντεταλμένος" в других словарях:

  • εντεταλμένος — η, ο βλ. εντέλλομαι …   Dictionary of Greek

  • εντεταλμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του εντέλλομαι 1. που έχει πάρει την εντολή να κάνει κάτι, ο αρμόδιος. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εντεταλμένα οι διαταγές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντεταλμένος — ἐντέλλω enjoin perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντέλλομαι — (AM ἐντέλλομαι και ἐντέλλω) δίνω εντολή, αναθέτω σε κάποιον να εκτελέσει κάτι («τοῑσι δέ... ἐνετέλλετο ὁ Κροῑσος ἐπειρωτᾱν τὰ χρηστήρια» τούς έδωσε εντολή ο Κροίσος να ρωτήσουν το μαντείο, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. φρ. «εντελλόμενα έξοδα» έξοδα υπηρεσίας …   Dictionary of Greek

  • νομοφύλαξ — νομοφύλαξ, ακος, ὁ (ΑΜ, Α σπαν. και ως θηλ. νομοφύλαξ, ή) φύλακας, επιτηρητής, τηρητής τών νόμων μσν. το πολιτικό και εκκλησιαστικό αξίωμα τού χαρτοφύλακος, τού αξιωματούχου που ήταν εντεταλμένος για τη φύλαξη τών νόμων τού κράτους ή τού… …   Dictionary of Greek

  • άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… …   Dictionary of Greek

  • αποθηκάριος — ο [αποθήκη] νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος, ο εντεταλμένος για την εποπτεία, τη διαχείριση της αποθήκης 2. στρ. υπαξιωματικός επιφορτισμένος με τη φύλαξη και διανομή στρατιωτικού υλικού ή τροφίμων στους οπλίτες …   Dictionary of Greek

  • αφέτης — ο (Α ἀφέτης) [αφίημι] νεοελλ. ο εντεταλμένος να παραγγέλλει και να παρακολουθεί την εκκίνηση των δρομέων αρχ. ο αρμόδιος να εκσφενδονίζει στη μάχη πέτρες με ειδική μηχανή …   Dictionary of Greek

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • ιεροκήρυκας — ο (ΑΜ ἱεροκῆρυξ, υκος, Α δωρ. τ. ἱεροκᾱρυξ) αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο νεοελλ. αρχιμανδρίτης, πρεσβύτερος ή λαϊκός θεολόγος, εντεταλμένος από την εκκλησιαστική αρχή να κηρύσσει τον λόγο τού θεού αρχ. κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσία («βούλομαι δ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»